Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πτίσανον — τὸ, Α το ρόφημα πτισάνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πτισάνη*] … Dictionary of Greek
πτισάνοιο — πτίσανον neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)